Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διαπέφλοιδεν διακέχυται

См. также в других словарях:

  • αφλοισμός — ἀφλοισμός, ο (Α) οι αφροί που βγάζει κανείς από το στόμα όταν είναι έξαλλος από θυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. «Άπαξ ειρημένη» ομηρική λέξη (Ιλ. Ο 607) που έχει ερμηνευθεί από τους σχολιαστές ως παράλληλος, πιθ. αιτωλικός, τ. του αφρός. Πρόκειται για δηλωτική… …   Dictionary of Greek

  • bhlei-2 —     bhlei 2     English meaning: to swell     Deutsche Übersetzung: “aufblasen, schwellen, strotzen, ũberfließen”     Note: extension from bhel ds.     Material: Nor. dial. bleime, O.S. blēma “ bleb on the skin “ (compare Nor. bläema ds. under… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»