-
1 διαπέφλοιδεν
διαπέφλοιδεν· διακέχυται, and [full] διαπέφρυδεν· χαίρει, διακέχυται, Hsch. [full] διαπεφρυκέναι· διεσκέφθαι, καὶ καθεωρακέναι, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπέφλοιδεν
-
2 ἀφλοισμός
Grammatical information: m.Meaning: `foaming at the mouth' (Ο 607).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Possibly verbal noun in - σμός to ἔφλιδεν διέρρεεν; διαπέφλοιδεν διακέχυται; πεφλοιδέναι φλυκταινοῦσθαι H. etc., s. φλιδάω. With ἀ- copulative? Or after ἀφρός?Page in Frisk: 1,196Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀφλοισμός
См. также в других словарях:
αφλοισμός — ἀφλοισμός, ο (Α) οι αφροί που βγάζει κανείς από το στόμα όταν είναι έξαλλος από θυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. «Άπαξ ειρημένη» ομηρική λέξη (Ιλ. Ο 607) που έχει ερμηνευθεί από τους σχολιαστές ως παράλληλος, πιθ. αιτωλικός, τ. του αφρός. Πρόκειται για δηλωτική… … Dictionary of Greek
bhlei-2 — bhlei 2 English meaning: to swell Deutsche Übersetzung: “aufblasen, schwellen, strotzen, ũberfließen” Note: extension from bhel ds. Material: Nor. dial. bleime, O.S. blēma “ bleb on the skin “ (compare Nor. bläema ds. under… … Proto-Indo-European etymological dictionary